top of page

Αγαπημένα -2-

Πολὺ ἀληθινὲς οἱ ὧρες κάθε φορὰ ποὺ θέλησα ν' ἀποπειραθῶ κατὰ τῆς ζωῆς μου καὶ προπάντων κατὰ τοῦ χεριοῦ μου ποὺ κεῖνο ἢξερε μονάχα πιὰ νὰ ἰχνογραφεῖ τὴ λὲξη ἐρήμωση

 

τόσο ἀπομακρύνομαι ἀπ' τὴ μέρα ποὺ πιὰ δὲν τὴν αισθάνουμαι

 

ἐπαγρύπνηση τῶν φόβων δὲν ἀποβλέπω πιὰ στὴ χαρὰ

 

ἡ φωτογραφία σου ἀκόμα πιὰ κοντύτερά μου ἁπ' ὁποιονδήποτε ἄντρα

 

σ' ἀγαπῶ σὲ σκέπτουμαι σὲ γρὰφω δὲν ξέρω πιὰ ν' ἀνασάνω χωρὶς ἐσένα ἡ καρδιά μου δὲ μὲ ἀφορᾶ σ' ἀγαπῶ ἀγαπῶ ἀγαπῶ  σὲ κοιτάω πάντα ἔρωτα πῶς νὰ σὲ σβήσω ἐγὼ ποὺ ἀκούω τὴ φωνή σου ἐδῶ στὴν Έλλάδα ξέρω τὰ μάτια σου καὶ τὰ χέρια σου ποὺ λύσανε τὰ λουλούδια γύρω ἀπ' τὸ λαιμό μου γιὰ σένα τὰ εἶχα φορεμένα

 

μαρτυρῶ ν' ἀγγίζω τὸ φῶς τὸ μάρμαρο καὶ τὸ θυμάρι μὲ φίλους εὐαίσθητους ἐγώ ποὺ πεθαίνω γιὰ τὸ μαυρειδερὸ χῶμα στὴ ρίζα ἑνὸς δέντρου στὸ Παρίσι καὶ γιὰ νὰ δῶ στὸ Παρίσι τὸ ἔξυπνο προσωπεῖο τῶν λίγο γνωστῶν μου

 

πῶς νὰ κάνω χωρὶς νὰ πῶ τὸ σύντροφο πού 'γινε αὑτή ἡ στέρηση τοῦ κορμιοῦ σου κοντὰ στὸ δικό μου αὐτή ἡ στέρηση τοῦ ἔρωτά σου ὁλάκερον σὲ κάθε ὣρα τῆς ζήλιας μου

 

ἀπό δῶ στὴν Άθήνα εἶσαι ἀπελπιστικὰ παρὼν μὲς στοὺς δρόμους τοῦ Παρισιοῦ τόσο ὑγροὺς τόσο γκρίζους τοὺς αἰσθάνομαι μὲς στὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ μου αἰσθάνομαι ἐπίσης σπίτια καὶ φυτεμένους περὶβολους ναὶ καὶ ὅλα αὐτά εἶναι πατρίδα μου ὥς τὸ θάνατο

 

τό φῶς τῆς λάμπας μου δίπλα στὸ κρεβάτι μ' ἐρεθίζει αὐτή ἡ διπλωμένη ἐφημερίδα τί εἶναι στ' ἀλήθεια καὶ τότε τί  εἶναι ὁλάκερο τὸ δωμάτιό μου στὸ μισοσκόταδο ποὺ ὑφίσταμαι ὢς τὸ πρωὶ ὅταν τὰ βάζω μὲ τὰ λόγια ἕνα ἕνα τὰ σηκώνω μὲ το 'να δάχτυλο καὶ τ' ἀφήνω νᾲ ξαναπέσουν ἀηδιασμένη μὰ πῶς πῶς επιτέλους γίνεται τὸ μηδέν ἣ τὸ πᾶν νὰ μὴ σημαίνουν τίποτε

 

εἶσαι τὸ μαῦρο τὸ φίλντισι καὶ ὄλοι του οἱ στόχοι ἔως τὸ πλησίασμα τοῦ ἄσπρου εἶσαι τὸ κόκκινο τὸ καρμίνι ἔτσι τὰ γραψίματά μου εἶναι χαρτιὰ τοὺ τοίχου σκισμένα ποὺ κρέμονται μὲς τὸ σπίτι τώρα ποὺ γκρεμίζεται μὲ τὰ δωμάτια νὰ χάσκουνε πάνω στὸ δρόμο πῶς νὰ γεράσω χωρὶς ἐσένα γιὰ ποιὸν νὰ γράψω γιὰ ποιὸν νὰ ξυπνήσω τὸ πρωὶ ξαναβρίσκομαι στὸ πεζοδρόμιο τῆς δυστυχίας ἐκεῖ ποὺ γίνεται κανεὶς ἀμέσως θεατρίνος ἤ ἄλλη κάποια προσποίηση γιὰ νὰ ξεφύγω ἀπ' τὴ φρίκη νὰ 'μαι μόνη

 

μεγάλες ἐκτάσεις ἀπό μέρες ὅπου τίποτε γιὰ μένα δὲ ζεῖ καιροὶ σάβανα

γνώρισα ἐπίσης καὶ τοὺς ἔρωτες τοῦ πιοτοῦ καὶ τὰ μισοφόρια ποιήματα θρήνοι φτάσανε στὸ λαιμὸ μου ἀλλά τότε τὸ σχοινὶ τῆς ανυπαρξίας μ' ἔσφιγγε ἀκόμα παραπάνω

 

 

Ὁ στίχος ποὺ πασχίζει νὰ μιλήσει τώρα τὸν ἀρνιέμαι

μ' ἔχει πλήξει μὲ σιωπή ἐπτὰ ὁλόκληρα χρόνια

μονάχα ἐσὺ ὑπάρχεις στὸν ὁποῖο θέλω νὰ διηγιέμαι ἀτελεύτητα τὸν ἑαυτό μου νὰ φωνάξω νὰ οὐρλιάξω μέχρι θανάτου νὰ σαλέψω τὴ γλώσσα μου μὲς τὸν παραλογισμό μου ἕως ποὺ νὰ φθαρεῖ τὸ φίμωτρο ποὺ ἐσὺ εἶσαι εἶσαι σὺ καὶ σὺ καὶ ἀκόμα μιὰ δεκαριά σὺ τὸ ξέρω χίλια σὺ

 

ὄλα τὰ σὺ ποὺ ἐπικαλοῦμαι ἢ ὄλα τὰ σὺ

μὲ τὰ ὀποῖα συζητάω καὶ ὄλα τὰ σὺ ποὺ παρεμβαίνουν

μὲς στοὺς διαλόγους μου

περιδέραιο ἀπὸ σὺ τ' ἀγγίζω χάντρα χάντρα

τὸ ταβάνι

 τὸ φῶς

κάποιο ὁρισμένο μπάνιο στὴ Σκόπελο

μιὰ δεκαριὰ πρόσωπα ἀγαπητὰ καὶ κοντινὰ πολὺ

ἢ τὸ σεντόνι τοῦ κρεβατιοῦ μου

ἡ κουρτίνα

τὸ ραδιόφωνο

καὶ ανεξάντλητες οἱ φλέβες ποὺ ρέουν πάνω στὶς σελίδες

γιὰ νὰ μὲ ἀρδέψουνε

ὑπάρχουν καὶ μερικά σὺ ποὺ εἷναι πολὺ εἰδικὰ ἐγώ

 

Ἦταν ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ σ' ἔνα ἑλληνικὸ χωριὸ ἔκανε ζέστη ἀπ' τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἀκούγαμε τὰ σταματήματα καὶ τὰ ξεκινήματα τῶν τζιτζικιῶν ὄταν ἀναστατώθηκα ἀπὸ ἔναν ἄλλο θόρυβο

ἕνας ἄνδρας ποὺ περπατούσε μπρὸς στὸ σπίτι ἔβηξε κι αὐτός ὁ βήχας τοῦ καπνιστὴ μοῦ 'τανε τόσο κοντινὸς ὄσο καὶ τὸ θρόισμα τοῦ δικοῦ

μου

κορμιοῦ

πῶς αυτὸς

μὰ αὐτὸς εἶναι ἦρθε νὰ ξανασμίξουμε ἐσὺ μοῦ ξανάρχεσαι  ἐσὺ μ' ἀγαπάς ἀκόμα ἐσὺ μὲ γυρεύεις  ὄχι δὲν εἶναι ἀλήθεια ναὶ εἶναι ἀλήθεια  πρέπει νὰ μάθω ξανὰ νὰ μὴν τὰ ὑποψιάζουμαι ὅλα ἔχω ἀκόμα τὸ δικαίωμα νὰ πιστεύω στὸν ἔρωτά μου γιὰ νὰ μὲ ξαναβρεῖ διέτρεξε ὅλες τὶς ἀποστάσεις

ὅλα τ' ἀπραγματοποίητα

θαμπωμένη ἀπό χαρὰ σηκώνομαι ἀπ' τὸ τραπέζι καὶ ὁρμῶ πρὸς τὴν εἴσοδο σταματῶ στὸ κατώφλι τῆς πόρτας

μόλις πρόλαβα νὰ δῶ ἔναν ἄγνωστό μου χωρικὸ ποὺ γύριζε ἀπ' τὰ χτήματα κρατοῦσε πάνω στὸν ὦμο τὸ φκυάρι του εἶχε ὕφος τέλεια

ἀποσταμένος

 

Στὸ τσίρκο ὅταν ἔχει διάλειμμα  κοιτάω κάθε φορὰ μὲ τὴν ἴδια δυσφορία τὸν παλιάτσο ποὺ παραδέρνει σὲ ὅλα τὰ σημεία τῆς πίστας κρεμάει τὴν ὀμπρέλα  του τὸ καπέλο του τὸ σακάκι του καὶ τὰ διάφορα γιλέκα του μὰ τούτα σωριάζονται μόλις συμπληρωθεῖ ἡ κίνηση γιατί δὲν ὑπάρχει ἴχνος τοίχου ἤ καρφιοῦ γιατὶ εἶναι στὸ κενὸ ποὺ κοπιάζει γιὰ νὰ περιμαζέψει καὶ νὰ ξεσκονίσει τ' ἀγαπητά κουρέλια ποὺ ξανὰ δοκιμάζει νὰ κρεμάσει καὶ ποὺ πάντα σωριάζονται σταμάτα σταμάτα λοιπὸν ἐγὼ εἶμαι ὁ παλιάτσος ὁ γελοῖος δὲν ξέρω πιὰ τὶ νὰ κάνω ὅλα αὑτά ποὺ 'χαμε ἀγαπήσει μαζὶ κι εἶμαι ἐδώ δὰ μὲ τὴν καρδιὰ ἄδεια ἀπὸ σένα

 

ἀτελείωτο διάλειμμα χωρὶς καμιὰ συνέχεια ἀπὸ τὶς βραχυκυκλωμένες μέρες καὶ τὶς ἀπογνώσεις μου

 

 

Πῶς νὰ κάνω σ' αὐτὴ την πλατεία γιὰ νὰ βρῶ τὸ Saint-Germain-des-Pres τὶ τὰ θέλω καὶ μπερδεύω τὰ βήματά μου μὲ τὶς προσωπικές μου ἀναμνήσεις ὅλο ψάχνω τὸ παρελθὸν μπρὸς σ' αὐτὴ τὴν ἐκκλησία καὶ τὸ καφενεῖο καὶ δίπλα τὸ

βιβλιοπωλεῖο

ἀπόπειρα τόσο κωμικὴ ὅταν προσπαθῶ νὰ διαβάσω τὶς λέξεις τῶν τίτλων στὴν προθήκη

 μ' ἔχουνε ἀκρωτηριάσει ἀπὸ σένα τὸ φέγγος τῆς ζωῆς ὁλάκερης μοῦ ξεφεύγει μόνο ἡ μυρωδιὰ σου τὰ μάτια σου ἡ ἀγάπη τῆς  φωνῆς σου μὲ κυνηγάνε ὣς τὴν πόρτα μου ὅπου ὀρθώνεται ἔνας τοῖχος ἀπὸ λόγια

- μάθε ὅτι τέλειωσε γιὰ ὅλες τὶς μέρες ποὺ θα 'ρθοῦνε

- μὰ δὲν ξέρω νὰ τὸ μάθω

- στὸν καθένα ἡ σειρὰ του νὰ πεθαίνει

- κι ἃν μὲ ἀναζητάει ἀκόμα

- ὄχι γι ' αὐτόν εἶσαι ἀποτελειωμένη

- ποῦ νὰ χαθῶ

- ἀκολούθα τὴν ὀδύνη σ' ὄλο της τὸ ἔργο

-τότε νὰ ζῶ γιὰ νὰ γλεὶφω τὶς πληγὲς μου

 

 

Ἂ ἡ ἀπελπισία τοῦ κάτισχνου Πούμα σὰν περιφέρεται ἀκατάπαυστα μὲς τὸ κλουβὶ του καὶ ρουθουνίζει ἀπὸ πάνω ὣς κάτω καθένα ἀπ' τὰ κάγκελά του καὶ περπατάει κατὰ μῆκος τοῦ τοῖχου γιὰ νὰ φτάσει ὣς τὸ βάθος τῆς φυλακῆς του ὄπου κάθε φορὰ μπήζει μιὰ φωνὴ τόσο διαπεραστικὴ καὶ παράξενη ποὺ τὴν ξανακούω ἀκόμα μὲς στὴν τάφρο μου

Ο ΠΟΥΜΑΣ – ΗΤΑΝ ΚΙ Η ΣΤΕΡΗΣΗ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ

Μάτση Χατζηλαζάρου

                       [...]

Ὅταν ἡ Ξετσίπωτη Γύφτισα -ἡ Τωρινὴ Ρωμηοσύνη- πετάξῃ τὰ παληοχρώματά της καὶ φορέσῃ τὰ Χρώματα τῆς Γῆς της, τότε θὰ ὑπάρξῃ Χροϊκῶς: ΕΛΛΑΣ.

                       [...]

                      

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΧΡΩΜΑ

Περικλή Γιαννόπουλου

                       [...]

Αναρωτιέμαι, αγαπητέ Alberto, αν αυτός ο θυμωμένος αντιφασισμός που βρίσκει σήμερα, με τελειωμένο τον φασισμό, διέξοδο εκτόνωσης στις πλατείες, δεν είναι κατά βάθος ένα όπλο αποπροσανατολισμού που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη σε βάρος των φοιτητών και των εργαζομένων για να περιορίσει την αμφισβήτηση. Για να ωθήσουν τις μάζες να πολεμήσουν έναν ανύπαρκτο εχθρό, ενώ ο σύγχρονος καταναλωτισμός έρπει ύπουλα, διεισδύει και διαφθείρει την ήδη ετοιμοθάνατη κοινωνία.  

           [...]

Επιστολή του Pier Paolo Pasolini στον Alberto Moravia, 1973

                       [...]

πολλῶν ταμίας Ζεὺς ἐν Ὀλύμπῳ͵ 
πολλὰ δ΄ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί·                 
καὶ τὰ δοκηθέντ΄ οὐκ ἐτελέσθη͵ 
τῶν δ΄ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός. 
τοιόνδ΄ ἀπέβη τόδε πρᾶγμα.

ΜΗΔΕΙΑ, Χορός,

Ευριπίδη

                       [...]

Μὲ ἀνέλπιστα καὶ φοβερὰ πράγματα
Οἱ Θεοὶ ὑφαίνουν τὴ ζωὴ μας
Ἐκείνα ποὺ ἦταν νὰ γίνουν
Δὲν ἔγιναν ποτὲ
Κι αὑτὰ ποὺ γίνονται
Δὲν ἦταν νὰ γίνουν
Σιωπὴ
Σιωπὴ

Ελεύθερη απόδοση, Γ. Χειμωνά

Γιά καιρό ἀκόμη πίστευε πὼς διέσχιζε τό δάσος μέσα στόν ἐκκωφαντικό θερμόν ἀέρα πού ἔμοιαζε νά φυσάει ἀπ’ ὅλες τίς μεριές καί νά σείει τά δένδρα σάν ἑρπετά στό ἀπαράλλαχτο πάντα λυκόφως στὰ χνάρια τοῦ μόλις ὁρατοῦ ἴχνους αἵματος πάνω στό ἔδαφος πού ταραζόταν ὁμοιόμορφα, μόνος αὐτός στή μάχη μὲ τὸ θηρίο. Τὰ πρῶτα μερόνυχτα ἢ μήπως κι εἶχαν περάσει μόνο ὧρες τὸ χρόνο, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑπολογίσει χωρὶς οὐρανό, ἐπέμενε νά διερωτᾶται πότε πότε τί πράγμα νὰ ἦταν κάτω ἀπὸ τὸ ἔδαφος αὐτὸ ποὺ μὲ τὸ βάρος τῶν βημάτων του ἀποκτοῦσε κύματα τέτοια ποὺ ἔμοιαζαν μὲ ἀναπνοές, πόσο λεπτό θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ δέρμα πάνω ἀπ’ αὐτὸ τὸ ἄγνωστο Κάτω καὶ γιὰ πόσο καιρὸ ἀκόμη θὰ τὸν κρατοῦσε ἔξω ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ κόσμου. Κάθε φορὰ ποὺ πατοῦσε μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ τοῦ φαινόταν πὼς τὸ ἔδαφος ποὺ εἶχε πιστέψει ὅτι ὑποχωροῦσε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος του, μετακινοῦνταν πρὸς τὸ πόδι του καὶ μάλιστα ὅτι τὸ τραβοῦσε μὲ κίνηση ἀπορροφητική. Εἶχε ἐπίσης καθαρὴ τὴν αἴσθηση ὅτι τὰ πόδια του βάραιναν. Μετροῦσε τὰ ἐνδεχόμενα. 1) Τὰ πόδια του βάραιναν καὶ τὸ ἔδαφος τὰ ρουφοῦσε. 2) Αἰσθανόταν τὰ πόδια του νὰ βαραίνουν ἐπειδὴ τὰ ρουφοῦσε τὸ ἔδαφος. 3) Εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ ἔδαφος ρουφοῦσε τὰ πόδια του ἐπειδὴ βάραιναν. Τὰ ἐρωτήματα τὸν ἀπασχόλησαν καιρό (χρόνια, ὧρες, λεπτά). Βρῆκε τὴν ἀπάντηση μέσα στὸν ἐντεινόμενο ἴλιγγο ποὺ τοῦ προκαλοῦσε ὁ ἄνεμος φυσώντας ἐπικεντρωτικά. Τὰ πόδια του δὲν βάραιναν, τὸ ἔδαφος δὲν ρουφοῦσε τὰ πόδια του. Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο ἦσαν παραίσθηση ἀπὸ τὴν πτώση τῆς πίεσης στὸ αἷμα του. Aὐτὸ τὸν καθησύχασε καὶ βάδισε γρηγορότερα.Ὅταν ὁ ἄνεμος δυνάμωσε, τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων τοῦ ἔψαυαν συχνότερα τὸ πρόσωπο τὰ χέρια τὸ λαιμό. Στὴν ἀρχή τὸ ἄγγιγμα ἦταν μᾶλλον εὐχάριστο ἕνα χάδι ἤ σὰν νὰ ἔλεγχαν ἒστω καὶ ἐπιφανειακά, χωρὶς κάποιο ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, τὶς ποιότητες τοῦ δέρματός του. Ἀργότερα τὸ δάσος ἔμοιαζε νὰ φύεται πυκνότερο καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἀγγίγματος ἄλλαξε, ἀπό χάδι ἔγινε μέτρημα. Ὅπως στὸ ράφτη, σκέφτηκε, ὅταν τα κλαδιὰ ἔφτιαχναν κλοιὸ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι του μετὰ τὸ λαιμό, τὸ στῆθος, τὴ μέση καὶ οὕτω καθεξῆς ὣς καὶ γιὰ τὸ βάδισμά του ἔδειχνε νὰ ἐνδιαφέρεται τὸ δάσος μέχρις ὅτου τοῦ πῆραν μέτρα ἀπὸ τὸ κεφάλι ὥς τὰ νύχια. Ὁ αὐτοματισμὸς τῆς διαδικασίας τὸν ἐνοχλοῦσε. Ποιός ἢ τί καθοδηγοῦσε τὶς κινήσεις αὐτῶν τῶν δέντρων τῶν κλαδιῶν ἤ ποιό πράγμα τέλος πάντων ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸ νούμερο τοῦ καπέλου του τὸ φάρδος τῆς γραβάτας του τὸ μέγεθος τοῦ παπουτσιοῦ του. Μποροῦσε αὐτὸ τὸ δάσος ποὺ δὲν ἔμοιαζε μὲ κανένα ἀπ’ ὅσα γνώριζε, εἶχε διασχίσει νὰ ὀνομάζεται κατὰ κάποιο τρόπο δάσος. Ἴσως καὶ μόνο ἡ ὀνομασία νὰ συνιστοῦσε πλέον τὸ δάσος καὶ ὅλα τὰ ἄλλα χαρακτηριστικὰ νὰ εἶχαν ἀπὸ καιρὸ γίνει τυχαῖα καὶ ἀντικαταστάσιμα ἀκόμη καὶ τὸ θηρίο ποὺ γιὰ νὰ τὸ σφάξει διέσχιζε αὐτὸ τὸ ὄν μὲ τὴν προσωρινὴ ἐπονομασία δάσος ἀκόμη καὶ τὸ τέρας γιὰ σκότωμα ποὺ ὁ χρόνος εἶχε μεταμορφώσει σὲ ἀπόρριμμα μέσα στὸ χῶρο, ἴσως νὰ ἦταν πλέον σκέτη ὀνομασία ἑνὸς πράγματος μὴ καταχωρισμένου μὲ κάποιο ὄνομα σὲ κάποιο παλιὸ βιβλίο. Μόνο αὐτός, ὁ ἀκατονόμαστος εἶχε μείνει ἴδιος ὁ ἑαυτὸς του στὴ μακρὰ μουσκεμένη μὲ ἱδρώτα πορεία του πρὸς τὴ μάχη. Ἢ μήπως καὶ ὃ,τι βάδιζε πάνω στὰ πόδια του σὲ ἕνα ἔδαφος ποὺ ὁλοένα καὶ πιὸ γρήγορα χοροπηδοῦσε ἦταν ἤδη κάποιος ἄλλος κι ὄχι αὐτὸς. Ἀκόμη τὰ συλλογιζόταν ὅταν τὸ δάσος τὸν ἅρπαξε ξανὰ. Τὸ ὄν μελετοῦσε τὸν σκελετὸ του, ἀριθμὸ, δύναμη, διάταξη, λειτουργία τῶν ὀστῶν, τὶς κλειδώσεις στὰ χέρια, τὰ πόδια. Ἡ ἐπέμβαση ἦταν ἐπώδυνη. Κατέβαλε κόπο γιὰ νὰ μὴ φωνάξει. Ρίχτηκε πρὸς τὰ μπρὸς ἔξω ἀπὸ τὸν κλοιὸ σὲ μίαν ἐσπευσμένη τελικὴ προσπάθεια. Ἤξερε ὃτι ποτὲ δὲν εἶχε τρέξει γρηγορότερα. Οὔτε βῆμα δὲν πῆγε παραπέρα. Τὸ δάσος ὑπαγόρευσε τὸ ρυθμὸ, ὁ ἴδιος ἔμενε ἐγκλωβισμένος στὴν τανάλια ποὺ τώρα ὅλο καὶ στένευε καὶ συμπίεζε τὰ σπλάχνα του, ἐξάρθρωνε τὰ κόκκαλά του, πόσο ἀκόμη θὰ ἄντεχε τὴν πίεση καὶ τότε μέσα στὸν ἐντεινόμενο πανικὸ κατάλαβε: Τὸ δάσος ἦταν τὸ θηρίο, ἀπὸ καιρὸ τὸ δάσος ποὺ πίστεψε πὼς διέσχιζε, ἦταν τὸ θηρίο ποὺ τὸν μετέφερε στὸ ρυθμὸ τῶν βημάτων του, οἱ κυματισμοὶ στὸ ἔδαφος ἦσαν οἱ εἰσπνοὲς καὶ οἱ ἐκπνοὲς του καὶ ὁ ἀέρας ἡ ἀναπνοή του, τὸ ἴχνος ποὺ εἶχε ἀκολουθήσει ἦταν τὸ δικό του αἷμα γιὰ νὰ τὸ γεύεται τὸ δάσος ποὺ ἦταν τὸ θηρίο, ἀπὸ πότε, πόσο αἷμα εἶχε ἕνας ἄνθρωπος καὶ αὐτὸ τὸ γνώριζε ἀπὸ πάντα, μόνο ὄχι μὲ τὸ ὄνομά του. Κάτι σὰν ἀστραπὴ χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος ἔγραψε μὲ τὰ ἀγγεῖα καὶ τὰ νεῦρα ἕναν λευκόπυρο κύκλο ρεύματος. Ἄκουσε πὼς γελοῦσε, ὅταν ὁ πόνος ἀνέλαβε τὸν ἔλεγχο τῶν σωματικῶν λειτουργιῶν του. Ἤχησε σὰν ξαλάφρωμα: Καμιὰ σκέψη πλέον, αὐτὸ ἦταν ἡ μάχη. Νὰ συμμορφώνεσαι μὲ τὶς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ. Νὰ τὶς ἀποφεύγεις. Νὰ τὶς προλαμβάνεις. Νὰ τὶς συναντᾶς. Νὰ συμμορφώνεσαι καὶ νὰ μὴ συμμορφώνεσαι. Ἐπιτιθέμενος νὰ ἀποφεύγεις. Ἀποφεύγοντας νὰ ἐπιτίθεσαι. Νὰ προλαμβάνεις τὸ πρῶτο χτύπημα ἅρπαγμα σπρώξιμο μαχαίρωμα καὶ ν’ ἀποφεύγεις τὸ δεύτερο. Καὶ ἀντιστρόφως. Τὴ σειρὰ τῶν πραγμάτων νὰ ἀλλάζεις καὶ νὰ μὴν ἀλλάζεις. Νὰ συναντᾶς τὴν ἐπίθεση μὲ τὴν ἴδια ἢ καὶ μὲ ἄλλη κίνηση. Ὑπομονὴ τῆς θάλασσας καὶ βία τῶν τσεκουριῶν. Ποτὲ δὲν εἶχε μετρήσει τὰ χέρια του. Οὔτε τώρα χρειαζόταν νὰ τὰ μετρήσει. Ὁπουδήποτε πάντα ὅταν τὰ χρειαζόταν ἐκτελοῦσαν τὴν ἐργασία του, γροθιὲς σὲ περίπτωση ἀνάγκης, ἕνα πρὸς ἕνα τὰ δάχτυλα γιὰ χρήση, τὰ νύχια χώρια, ἡ ἄκρη τῆς παλάμης μὲ ἐκτίναξη ἀπὸ τὸν ἀγκώνα. Τὰ πόδια του κρατοῦσαν σφιχτὰ τὸ σὲ ἀνταρσία κατὰ τῆς βαρύτητας ὅλο καὶ πιὸ γρήγορα περιστρεφόμενο ἔδαφος, ἀμάλγαμα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ ἐχθροῦ καὶ τοῦ πεδίου μάχης, κόλπο γυναίκας ποὺ ἤθελε νὰ τὸν κρατήσει. Ἡ παλιὰ ἐξίσωση. Κάθε κόλπος ὅπου μὲ ἕναν κάποιο τρόπο εἶχε καταλήξει, ἤθελε μιὰ κάποια στιγμὴ νὰ γίνει ὁ τάφος του. Καὶ τὸ παλιὸ τραγούδι. Ἂχ μεῖνε πλάι μου μὴ φεύγεις μακριὰ. Εἶν’ ἡ καρδιὰ μου ἡ πιὸ ὄμορφη μεριὰ. Στὸ σκοπὸ τῶν σπονδύλων τοῦ αὐχένα ὅταν τρίζουν ἀπὸ τῆς μάνας τὸ στραγγάλισμα. Θάνατος στὶς μανάδες. Τα δόντια του θυμήθηκαν τὴν ἐποχὴ πρὶν τὸ λεπίδι. Στὴ ζούγκλα τῶν πλοκαμιῶν ποὺ δὲν διαφοροποιοῦνταν ἀπὸ λεπίδια καὶ τσεκούρια σὲ τροχό, στὴ ζούγκλα τῶν λεπιδιῶν καὶ τσεκουριῶν σὲ τροχὸ ποὺ δὲν διαφοροποιοῦνταν ἀπὸ πλοκάμια, στὴ ζούγκλα τῶν λεπιδιῶν τσεκουριῶν πλοκαμιῶν ναρκοπεδίων βομβαρδισμῶν φωτεινῶν ἐπιγραφῶν μικροβιοκαλλιεργειῶν ποὺ δὲν διαφοροποιοῦνταν ἀπὸ τὰ δικὰ του τὰ χέρια πόδια δόντια στὸν ἀπὸ σάρκα αἷμα λευκώματα χωρόχρονο μὲ τὴν προσωρινὴ ἐπωνυμία μάχη, ἔτσι ὥστε γιὰ τὰ χτυπήματα κατὰ τῆς ὑπόστασής του, ποὺ φορὲς φορὲς τοῦ ἔρχονταν, ὁ πόνος ἀκριβέστερα ἡ αἰφνίδια ἔξαρση τῶν ἀκατάπαυστων πόνων μέχρι τὸ πεδίο τῆς μὴ πλέον αἰσθητότητας νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸ του βαρόμετρο, σὲ διαρκῆ ἐκμηδένιση συγχωνευόμενος πάντοτε μὲ καινούριο τρόπο στὰ ἐλάχιστα κατασκευαστικὰ του μέρη, ἀνασυντιθέμενος πάντοτε μὲ καινούριο τρόπο ἀπὸ τὰ θραύσματα σὲ διαρκὴ ἐπανασυγκρότηση, καμιὰ φορὰ συναρμολογοῦνταν λάθος, τὸ ἀριστερὸ χέρι στὸ δεξὶ μπράτσο, ὁ γοφὸς στὸ βραχίονα, ἀπὸ βιασύνη ἢ ἀφηρημάδα ἢ μὲς στὴ σύγχυση ἀπὸ φωνὲς ποὺ τοῦ τραγουδοῦσαν στὸ αὐτὶ, ἀπὸ χοροὺς φωνῶν κράτα τὸ μέτρο, χαλάρωσε, παράτα τὰ ἢ ἐπειδὴ τοῦ ἦταν πληκτικὸ, πάντα μὲ τὸ ἴδιο χέρι στὸ ἴδιο μπράτσο νὰ τεμαχίζει συνεχῶς ξαναφυτρωμένα πλοκάμια, σουφρωμένα κεφάλια κολάρα, νὰ διεγείρει τὰ κομμένα μέλη, κολόνες ἀπὸ αἷμα ˙καμιὰ φορὰ καθυστεροῦσε τὴν ἐπανασυγκρότησή του περιμένοντας λαίμαργα τὴν καθ’ ὁλοκληρίαν ἐκμηδένιση ἀπὸ ἐλπίδα στὸ Τίποτα, στὴν ἀτέρμονη Παύση ἢ ἀπὸ φόβο μπροστὰ στὴ νίκη ποὺ θὰ μποροῦσε νά κερδηθεῖ μονάχα μὲ τὴν καθ’ ὁλοκληρίαν ἐκμηδένιση τοῦ θηρίου, αὐτοῦ ποὺ ἦταν ἡ διαμονὴ του, ἐνδεχομένως ἔξω ἀπ’ αὐτὴν τὸ Τίποτε νὰ περίμενε αὐτὸν ἢ κανέναν˙ στὴ λευκὴ σιωπὴ ποὺ ἀνήγγειλε τὴν ἀρχὴ τοῦ τελευταίου γύρου, μάθαινε νὰ διαβάζει τὸ πάντοτε διαφοροποιημένο κατασκευαστικὸ πλάνο τῆς μηχανῆς ποὺ ἦταν αὐτός, ἔπαυε νὰ εἶναι αὐτός, ἄλλος πάλι ἦταν, σὲ κάθε βλέμμα ἅρπαγμα βῆμα καὶ μάθαινε νὰ τὸ συλλογίζεται νὰ τὸ μεταβάλλει νὰ τὸ γράφει μὲ τὴν ἰδιόχειρη γραφὴ τῶν ἐργασιῶν καὶ τῶν θανάτων του.

ΗΡΑΚΛΗΣ 2 ἢ Η ΥΔΡΑ

(Μτφρ. Ελ. Βαροπούλου)

Heiner Müller

There is a dark sound
Which grows on the hill
You turn from the light
Which lights the black wall.

Black shadows are running
Across the pink hill
They grin as they sweat
They beat the black bell.

You suck the wet light
Flooding the cell
And smell the lust of the lusty
Flicking its tail.

For the lust of the lusty
Throws a dark sound on the wall
And the lust of the lusty
- its sweet black will -
Is caressing you still.

       LUST

Harold Pinter

Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες

Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος

Bούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα


Ο ΤΡΕΛΟΣ ΛΑΓΟΣ
Μίλτου Σαχτούρη

Κρυμμένος τη ζωή περνάς κι ανεξιχνίαστος σαν πάντα
κάποτε – κάποτε είσαι πρόσωπο κι άλλες φορές τοπίο
και σε κανέναν το ακριβό το θέαμα δε θες να δείξεις
και είσαι συνάμα μοναχός σου το κοινό κι ο θεατρίνος.

(Μτφρ. Γ. Φιλιππάκη)

 από τα ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ

Ομάρ Χαγιάμ

                            

                              [...]

Γιατί μου παρασταίνετε τον ήλιο, ποιον ήλιο παρασταίνετε σ’ αυτήν εδώ την πίσσα;

 

Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί τριγύρω και κάποιος πολύ θυμωμένος εφώναξε όλα μπορεί να συμβούν όταν η γλώσσα σας δεν έχει φράχτες. Τι φράχτες θές να πείς; τον ρώτησα. Δεν ξέρω. Φράχτες! Φράχτες!

 

Λίγον καιρό μετά από τη γραφή, το ποίημα που είχε φτιάξει για τη θάλασσα, ήταν γεμάτο βρώμικα νερά και πεθαμένα ψάρια.

 

Το μάτι αυτουνού του αγνώστου με κοιτάζει, με παραμονεύει ακοίμητο. Και δεν μπορώ να γράψω τίποτα, να διαβάσω τίποτα. Το μάτι του μπαίνει μέσα στο δικό μου το μάτι κι ανάβει το φακό του, ψάχνει, κατεβαίνει τις σκάλες ψάχνει μέσα στο σκοτάδι, σκαλίζει, ψάχνει.

 

Βρισκόμαστε στο χώρο της σιωπής. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ’ αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπόν να μην μιλήσεις. Και τι θα πεις εσύ ο νεκρός, με τόσα χώματα στη γλώσσα;

 

Ο ΧΑΡΤΗΣ

Τάκη Σινόπουλου 

Η πληγή θρέφει, τα χείλια της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει. Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους.

Η ΟΥΛΗ

Επαμεινώνδα  Γονατά

                               [...]

ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει].
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου·
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ᾿ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ᾿ ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:

                                [...]

XXI, O KΡΗΤΙΚΟΣ

και

« Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,

  κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου

  μὲ λογισμὸ καὶ μ’ ὄνειρο, τί χάρ’ ἔχουν τὰ μάτια,

  τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ’ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,

  ποῦ ξάφνου σου τριγύρισε τ’ ἀθάνατα ποδάρια

  (κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!

  Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα·

  ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ’ ὅλα τὰ κάλλη πόχει,

  ποῦ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ’ναι κρυμμένα!

  Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν’ ἀκούσω τὴ φωνή σου,

  κι εὐθὺς ἐγὼ τ’ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;

  Δόξα ’χ’ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.»

«EΛEYΘEPOI ΠOΛIOPKHMENOI»

 Γ΄ ΣXEΔIAΣMA

Διονυσίου Σολωμού

bottom of page