top of page

Αγαπημένα -3-

Ὅσσαι λωτροχόοι τᾶς Παλλάδος ἔξιτε πᾶσαι,
ἔξιτε· τᾶν ἵππων ἄρτι φρυασσομενᾶν
τᾶν ἱερᾶν ἐσάκουσα, καὶ ἁ θεὸς εὔτυκος ἕρπει.
σοῦσθέ νυν, ὦ ξανθαί, σοῦσθε, Πελασγιάδες.
5   οὔποκ᾽ Ἀθαναία μεγάλως ἀπενίψατο πάχεις,
πρὶν κόνιν ἱππειᾶν ἐξελάσαι λαγόνων,
οὐδ᾽ ὅκα δὴ λύθρῳ πεπαλαγμένα πάντα φέροισα
τεύχεα τῶν ἀδίκων ἦνθ᾽ ἀπὸ γηγενέων·
ἀλλὰ πολὺ πράτιστον ὑφ᾽ ἅρματος αὐχένας ἵππων
10  λυσαμένα παγαῖς ἔκλυσεν Ὠκεανῶ
ἱδρῶ καὶ ῥαθάμιγγας, ἐφοίβασεν δὲ παγέντα
πάντα χαλινοφάγων ἀφρὸν ἀπὸ στομάτων.
ὦ ἴτ᾽ Ἀχαιιάδες, καὶ μὴ μύρα μηδ᾽ ἀλαβάστρως,
—συρίγγων ἀίω φθόγγον ὑπαξόνιον—
15   μὴ μύρα, λωτροχόοι, τᾷ Παλλάδι μηδ᾽ ἀλαβάστρως
—οὐ γὰρ Ἀθαναία χρίματα μεικτὰ φιλεῖ—
οἴσετε μηδὲ κάτοπτρον· ἀεὶ καλὸν ὄμμα τὸ τήνας.

                            [...]

Της Παλλάδας λουτροχόες, όσες κι αν είστε βγείτε,
βγείτε, μόλις άκουσα το φρύασμα των ιερών αλόγων
κι όμορφη καταφτάνει η θεά.

Βιαστείτε τώρα ξανθές κόρες του Πελασγού, βιαστείτε.
5   Τα δυνατά της χέρια η Αθηνά ποτέ δε νίβει
πριν βγάλει τη σκόνη απ᾽ τα λαγόνια των αλόγων της.
Ούτε κι όταν γεμάτα ρύπον έφερε τα όπλα της
γυρνώντας απ᾽ τη μάχη της με τ᾽ άδικα παιδιά της Γης.
Μα πριν απ᾽ όλα τους αυχένες των αλόγων από τ᾽ άρμα
10   έλυσε, και στις πηγές καθάρισε του Ωκεανού
του ιδρώτα τις σταλαγματιές και τον πηγμένο σκούπισε
αφρόν απ᾽ τα χαλινοφάγα στόματά τους.
Αχαιιάδες, τρέξετε, μονάχα μύρα και σ᾽ αλάβαστρα αλοιφές μη φέρετε
—ακούω των τροχών το τρίξιμο πάνω στους άξονες—
15   όχι μύρα λουτράρισσες, ούτε αλοιφές σ᾽ αλάβαστρα για την Παλλάδα
—η Αθηνά δεν τις ποθεί τις αλοιφές με μύρα—
ούτε καθρέφτη. Πάντοτε όμορφο έχει το πρόσωπο.

                           [...]

ΕΙΣ ΛΟΥΤΡΑ ΤΗΣ ΠΑΛΛΑΔΟΣ

Καλλιμάχου, Ὕμνοι  (ερμηνεύοντας το απόσπασμα, ως κάθαρση του Άλογου μέρους της ψυχής, από τη Θεά της σοφίας).

                           [...]

ὁ δὲ ἀρτιτελής, ὁ τῶν τότε πολυθεάμων, ὅταν θεοειδὲς πρόσωπον ἴδῃ κάλλος εὖ μεμιμημένον ἤ τινα σώματος ἰδέαν, πρῶτον μὲν ἔφριξε καί τι τῶν τότε ὑπῆλθεν αὐτὸν δειμάτων, εἶτα προσορῶν ὡς θεὸν σέβεται, καὶ εἰ μὴ ἐδεδίει τὴν τῆς σφόδρα μανίας δόξαν, θύοι ἂν ὡς ἀγάλματι καὶ θεῷ τοῖς παιδικοῖς.
Ἰδόντα δ᾽ αὐτὸν οἷον ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε [251b] καὶ ἱδρὼς καὶ θερμότης ἀήθης λαμβάνει· δεξάμενος γὰρ τοῦ κάλλους τὴν ἀπορροὴν διὰ τῶν ὀμμάτων ἐθερμάνθη ᾗ ἡ τοῦ πτεροῦ φύσις ἄρδεται, θερμανθέντος δὲ ἐτάκη τὰ περὶ τὴν ἔκφυσιν, ἃ πάλαι ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα εἶργε μὴ βλαστάνειν, ἐπιρρυείσης δὲ τῆς τροφῆς ᾤδησέ τε καὶ ὥρμησε φύεσθαι ἀπὸ τῆς ῥίζης ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς ὑπὸ πᾶν τὸ τῆς ψυχῆς εἶδος· πᾶσα γὰρ ἦν τὸ πάλαι πτερωτή.
[251c] Ζεῖ οὖν ἐν τούτῳ ὅλη καὶ ἀνακηκίει, καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται ὅταν ἄρτι φύωσιν, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα, ταὐτὸν δὴ πέπονθεν ἡ τοῦ πτεροφυεῖν ἀρχομένου ψυχή· ζεῖ τε καὶ ἀγανακτεῖ καὶ γαργαλίζεται φύουσα τὰ πτερά.
Ὅταν μὲν οὖν βλέπουσα πρὸς τὸ τοῦ παιδὸς κάλλος, ἐκεῖθεν μέρη ἐπιόντα καὶ ῥέοντ᾽--ἃ δὴ διὰ ταῦτα ἵμερος καλεῖται--δεχομένη [τὸν ἵμερον] ἄρδηταί τε καὶ θερμαίνηται, λωφᾷ τε τῆς ὀδύνης [251d] καὶ γέγηθεν· ὅταν δὲ χωρὶς γένηται καὶ αὐχμήσῃ, τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ, συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ, ἡ δ᾽ ἐντὸς μετὰ τοῦ ἱμέρου ἀποκεκλῃμένη, πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, τῇ διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ καθ᾽ αὑτήν, ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, μνήμην δ᾽ αὖ ἔχουσα τοῦ καλοῦ γέγηθεν.Ἐκ δὲ ἀμφοτέρων μεμειγμένων ἀδημονεῖ τε τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους καὶ ἀποροῦσα λυττᾷ, καὶ ἐμμανὴς [251e] οὖσα οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε μεθ᾽ ἡμέραν οὗ ἂν ᾖ μένειν, θεῖ δὲ ποθοῦσα ὅπου ἂν οἴηται ὄψεσθαι τὸν ἔχοντα τὸ κάλλος· ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐποχετευσαμένη ἵμερον ἔλυσε μὲν τὰ τότε συμπεφραγμένα, ἀναπνοὴν δὲ λαβοῦσα κέντρων τε καὶ ὠδίνων ἔληξεν, ἡδονὴν δ᾽ αὖ ταύτην γλυκυτάτην ἐν τῷ [252a] παρόντι καρποῦται.Ὅθεν δὴ ἑκοῦσα εἶναι οὐκ ἀπολείπεται, οὐδέ τινα τοῦ καλοῦ περὶ πλείονος ποιεῖται, ἀλλὰ μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν καὶ ἑταίρων πάντων λέλησται, καὶ οὐσίας δι᾽ ἀμέλειαν ἀπολλυμένης παρ᾽ οὐδὲν τίθεται, νομίμων δὲ καὶ εὐσχημόνων, οἷς πρὸ τοῦ ἐκαλλωπίζετο, πάντων καταφρονήσασα δουλεύειν ἑτοίμη καὶ κοιμᾶσθαι ὅπου ἂν ἐᾷ τις ἐγγυτάτω τοῦ πόθου· πρὸς γὰρ τῷ σέβεσθαι τὸν τὸ κάλλος [252b] ἔχοντα ἰατρὸν ηὕρηκε μόνον τῶν μεγίστων πόνων.Τοῦτο δὲ τὸ πάθος, ὦ παῖ καλέ, πρὸς ὃν δή μοι ὁ λόγος, ἄνθρωποι μὲν ἔρωτα ὀνομάζουσιν, θεοὶ δὲ ὃ καλοῦσιν ἀκούσας εἰκότως διὰ νεότητα γελάσῃ. Λέγουσι δὲ οἶμαί τινες Ὁμηριδῶν ἐκ τῶν ἀποθέτων ἐπῶν δύο ἔπη εἰς τὸν ἔρωτα, ὧν τὸ ἕτερον ὑβριστικὸν πάνυ καὶ οὐ σφόδρα τι ἔμμετρον· ὑμνοῦσι δὲ ὧδε-- [252c]

τὸν δ᾽ ἤτοι θνητοὶ μὲν ἔρωτα καλοῦσι ποτηνόν,

ἀθάνατοι δὲ Πτέρωτα,

διὰ πτεροφύτορ᾽ ἀνάγκην.
Τούτοις δὴ ἔξεστι μὲν πείθεσθαι, ἔξεστιν δὲ μή· ὅμως δὲ ἥ γε αἰτία καὶ τὸ πάθος τῶν ἐρώντων τοῦτο ἐκεῖνο τυγχάνει ὄν.

                           [...]

 

                           [...]

ό μ ω ς  ο πρόσφατα μυημένος στη θέα των αληθινών όντων, αυτός που τότε είδε πολλά, όταν αντικρίσει ένα πρόσωπο με θεϊκή όψη ή κάποια σωματική μορφή, που να είναι καλές απεικονίσεις της γνήσιας  όπου  η ψυχή του αρχίζει να βγάζει φτερά' αυτή βράζει και ερεθίζεται πονώντας και ταλαιπωρείται από τη φαγούρα, την ώρα που φυτρώνουν τα φτερά της. Όταν έχει στραμμένο το βλέμμα της προς την ομορφιά του παιδιού, έρχονται από εκεί και ρέουν μέσα της μέρη της ομορφιάς -που γι' αυτό τα ονομάζουν ίμερο (μέρη που έρχονται ρέοντας), πόθο-, και η ψυχή τα δέχεται, τρέφεται και θερμαίνεται από αυτά, και ηρεμεί από τον πόνο της και γεμίζει από χαρά· όταν όμως η ψυχή χωρίσει από τον αγαπημένο και μαραθεί από τη στενοχώρια, τα ανοίγματα των περασμάτων, όπου με ορμή αρχίζει να αναπτύσσεται το φτερό, ξεραίνονται και κλείνουν, και έτσι εμποδίζουν τη βλάστηση του φτερού· και η δύναμη της ψυχής για βλάστηση, κλεισμένη μέσα με τη λαχτάρα του πόθου, αναπηδά -όπως οι αρτηρίες του αίματος, που πάλλονται με δύναμη- και εισχωρεί σε κάθε άνοιγμά της, και με τον τρόπο αυτό ολόκληρη η ψυχή γύρω-γύρω κεντρίζεται, και ταράζεται από τη μανία του οίστρου και την οδύνη-  όμως πάλι, καθώς θυμάται την ομορφιά, γεμίζει από χαρά. Έχοντας μέσα της ανακατεμένα τα δύο συναισθήματα, ανησυχεί με αυτό το παράξενο πάθος, δεν ξέρει τι να κάνει και έτσι λυσσάει, και, καθώς βρίσκεται σε ένταση, δεν μπορεί ούτε τη νύχτα να κοιμηθεί,

ούτε τη μέρα να μείνει σ' ένα μέρος· κατακλυσμένη από τον πόθο, τρέχει όπου νομίζει ότι θα δει εκείνον που έχει την ομορφιά. και όταν τον δει και ξεχυθεί μέσα της η λαχτάρα, ελευθερώνει τους πόρους που μέχρι τότε ήταν φραγμένοι, αναπνέει επιτέλους και σταματούν τα κεντρίσματα και οι πόνοι, και απολαμβάνει πάλι, προς το παρόν, αυτή την πιο γλυκιά ηδονή. Από τότε λοιπόν δεν αποχωρίζεται -όσο εξαρτάται από τη θέλησή της- το νεαρό, ούτε βάζει κανέναν άλλο ψηλότερα απ' αυτόν, αλλά τους ξεχνά όλους, μητέρες και αδέρφια και φίλους, αμελεί την περιουσία της και δεν τη νοιάζει που τούτη εδώ έτσι χάνεται, περιφρονεί τα καλά ήθη και τους καλούς τρόπους, για τα οποία πριν ήταν περήφανη, και είναι έτοιμη να γίνει δούλη και να κοιμάται όσο πιο κοντά την αφήνουν σ' εκείνον που ποθεί. γιατί, εκτός από το ότι λατρεύει αυτόν που έχει την ομορφιά, βρίσκει στον ίδιο το μοναδικό γιατρό για τους μεγαλύτερους πόνους. Τούτο λοιπόν το πάθος, όμορφό μου παιδί, που σε σένα απευθύνεται ο λόγος μου, οι άνθρωποι το ονομάζουν έρωτα, αλλά όταν ακούσεις πώς το ονομάζουν οι θεοί, θα γελάσεις εύλογα, επειδή είσαι νέος. Νομίζω ότι μερικοί από τους πλανόδιους ραψωδούς, που τραγουδούν τα ομηρικά έπη, αναφέρουν -από τους στίχους που δεν έχουν φανερώσει- δύο στίχους για τον Έρωτα, από τους οποίους ο ένας είναι πολύ προσβλητικός και όχι απόλυτα έμμετρος. Τον εξυμνούν, λοιπόν, με τον εξής τρόπο:

Αυτόν οι θνητοί τον ονομάζουν φτερωτό' Έρωτα,

όμως οι αθάνατοι τον λένε Πτερωτά,

επειδή από τη φύση του βγάζει φτερά.

Αυτά μπορεί κανείς να τα πιστέψει, μπορεί και όχι· πάντως το πάθος των ερωτευμένων και η αιτία του είναι όπως τα έχουμε πει.

                           [...]

ΦΑΙΔΡΟΣ

Πλάτωνος

Σ' αγάπησα

Σ' αγάπησα πολύ

Ήσουν η αντανάκλαση,

σημείο φωτεινό

στον άναστρο καθρέφτη του ουρανού μου

«Λίγα κομμάτια σε κίτρινο χρυσό έχουν μείνει τώρα είναι η ευκαιρία να το αποκτήσετε»

φώναξε η τηλεπαρουσιάστρια

ενώ εγώ

«You are my last hope» σου ψιθύρισα

στη μοναδική υπόγεια διάβαση που μου διέθετες

όλα αυτά τα χρόνια

γέρασες

γέρασα

«You are my last hope» σου ψιθύρισα και ο καθρέφτης ουρανός

έσπασε στις ρυτίδες μας.

Σ' ΑΓΑΠΗΣΑ (You Are My Last Hope) / ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Λένας Πλάτωνος

 Ποιός εἶπε ναὶ στὴν ὥρα τῆς φθορᾶς,

ποιός ψιθύρισε τὸν πλοῦτο στὴν ἀμύθητη πενία,

ποιός περιβλήθη τὰ κόκκινα καὶ τὰ χρυσὰ

καὶ τὴ μεγαλωσύνη τῆς γιορτῆς στὴ θλίψη,

 

ποιός διεύθυνε τὰ ἰδεώδη μάτια τῆς νυχτός,

ν' ἀνεύρει τὶ στερούμεθα,

κι̕ ἀνεῦρε ὅ,τι ἐλπίζαμε,

στάθηκε ὁλόχαρος νὰ τὸ προσφέρει

ἀνταλλάζοντας τὴ γαλήνη του μὲ τὴν ταραχή μας,

δέχθηκε μὲ ὅλα του τ' ἄρματα τὸν πόλεμο,

παραδίνεται στοὺς δικούς μας ἐφιάλτες,

μᾶς ὑπόσχεται συντροφιὰ

στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή,

και τὸ λάδι τῆς φροντίδας στὸν πόνο,

τὸν ταυτισμό του στὴ χαρὰ τῶν ὡρῶν,

τὴν κοινότητα στὸ δυσδιάκριτο τὸ Καλό καὶ τὸ Κακό,

τὴν ἁπλοχεριά στ' ἀδιατύπωτα τὰ αἰτήματα,

τὴν ἀλληλεγγύη τῆς φοβερῆς τῆς εὐθύνης,

τὴ γεύση τοῦ πικροῦ πιοτοῦ στὸ ἴδιο

ποτήρι τοῦ μυστηρίου, τὸ γάμο τῶν χειλιῶν,

τὸ δῶρο τῆς ἐπιβολῆς, τὸ ξερίζωμα

 

τὴν ἀπόθεση τοῦ μάταιου ὑλικοῦ,

στὴν πυρά τῆς φλογάτης εὐστάθειας,

ποὺ ἄσβηστη καίει, δίχως Ἑστιάδες ἄλλες,

παρεχτός τούτη τὴν περιιπτάμενη

καὶ μὴν ἀναλισκόμενη,

τὴν πλουμιστὴ Χρυσαλλίδα,

Δεσπότη Ἀρμένη ποὺ μὲ φτερά ταὼ

τὴν ἀνεμίζει καὶ τὴ συντηρεί

μὲ ἀνερμήνευτη Ἐπενέργεια.

 

Ἐκείνο τὸ ξερόνησο, μαύρο στὰ σύννεφα,

δελφίνια τὸ ἀγκαλιάσαν γύρω γύρω

τὰ χέρια του τῆς στοργῆς· στ' ἀνοιχτά,

τὸ πλοῖο ποὺ ἔπλεχε, φούντωσε τὸν καπνό του

καὶ, καθώς νηνεμία ἦταν, τὸν ἀνύψωσε,

ἄσπρο Χρυσάνθεμο, ἱερὸ Ψαλμὸ

στὸν οὐρανό τοῦ χειμώνα, καὶ, σὰν ἀπονύχτωσε,

τὸ ἄστρο στὴ δύση του στυλώθηκε,

δὲν ἔλεγε νὰ βασιλέψει,

κόκκινο καὶ ὑπερέχον,

βοώντας τὴ δίψα του νὰ βλέπει,

τί συντελεῖτο ἀνεξιχνίαστο.

Παρέτυχε νὰ βλέπει

σὰν ἀμέτοχος κι ὁ Θεός ·

κι ἐνῶ ὅριζεν Ἐκεῖνος, ὁριζόταν:

τόση κατάνυξη περιείχε αὐτὸ τὸ ΝΑΙ.

ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ

Τ.Κ. Παπατσώνη

[...]

Ζήνων τὴν ψυχὴν λέγει αἰσθητικὴν ἀναθυμίασιν, καθάπερ Ἡράκλειτος∙

[...]

ΚΑΤΑ ΕΥΣΕΒΙΟΝ (καὶ ψυχαὶ δὲ ἀπὸ τῶν ὑγρῶν ἀναθυμιῶνται/ ράκλειτου)

Αρείου Διδύμου

[...]

(ἤσουν κρημνὸς ἄκρος πατρίδος ἀκροτάτης - μὲ νότισες
σὲ καταστέρισα)
[...]

ΣΥΣΣΗΜΟΝ

Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου

Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν τὰ γινόμενα.
Τὰ μέλλοντα γνωρίζουν οἱ θεοί,
πλήρεις καὶ μόνοι κάτοχοι πάντων τῶν φώτων.
Ἐκ τῶν μελλόντων οἱ σοφοὶ τὰ προσερχόμενα
ἀντιλαμβάνονται. Ἡ ἀκοὴ

αὐτῶν κάποτε ἐν ὥραις σοβαρῶν σπουδῶν
ταράττεται. Ἡ μυστικὴ βοὴ
τοὺς ἔρχεται τῶν πλησιαζόντων γεγονότων.
Καὶ τὴν προσέχουν εὐλαβεῖς. Ἐνῶ εἰς τὴν ὁδὸν
ἔξω, οὐδὲν ἀκούουν οἱ λαοί.

ΣΟΦΟΙ ΔΕ ΠΡΟΣΙΟΝΤΩΝ

Κ.Π. Καβάφη

I know the place.
It is true.
Everything we do
Corrects the space
Between death and me
And you.

I KNOW THE PLACE

H. Pinter

[...]

και όλα τα είδη των πραγμάτων να τριγυρίζουν θα έκανε καλό στην καρδιά σου να έβλεπες ποτάμια και λίμνες και λουλούδια όλα τα είδη σχήματα μυρουδιές και χρώματα να ξεπετάγονται ακόμα και από τα χαντάκια πασχαλούδες και βιολέτες αυτό είναι η φύση κι όσο γι' αυτούς που λένε πως δεν υπάρχει Θεός δε δίνω δεκάρα για όλη τους τη μόρφωση γιατί δεν πάνε να δημιουργήσουν κάτι συχνά τον ρώτησα αθεϊστές ή ό,τι άλλο ονομάζουν τους εαυτούς τους γιατί δεν πάνε πρώτα να ξεπλύνουν τη βρώμα από πάνω τους ύστερα στριγγλίζουν για τον παπά όταν έρθει η ώρα για να πεθάνουν και γιατί γιατί επειδή φοβούνται την κόλαση εξαιτίας της κακής τους συνείδησης αχ ναι τους ξέρω καλά ποιός ήταν ο πρώτος στο σύμπαν πριν να υπάρξει κάποιος που το έφτιαξε όλο αυτό ποιός ποιός αχ αυτό δεν το ξέρουν ούτε κι εγώ έτσι λοιπόν ας δοκιμάσουν να σταματήσουν τον ήλιο να ανατείλει αύριο ο ήλιος λάμπει για σένα είπε την ημέρα που ήμαστε ξαπλωμένοι ανάμεσα στα ροδόδεντρα στο Χάουθ με το κεφάλι στο γκρίζο μάλλινο κουστούμι του και το ψάθινο καπέλο του την ημέρα που τον έσπρωξα να με ζητήσει σε γάμο ναι πρώτα του έδωσα το κομμάτι από το κέικ με ηλιόσπορους μέσα από το στόμα μου και ήταν δίσεχτος χρόνος όπως τώρα ναι δεκάξι χρόνια Θεέ μου ύστερα από το μακρύ φιλί κόντεψα να χάσω την αναπνοή μου ναι είπε πως ήμουν ένα άνθος των βουνών ναι έτσι ήμαστε όλες άνθη το κορμί της γυναίκας ναι αυτό ήταν ένα αληθινό πράγμα που είπε στη ζωή του κι ο ήλιος λάμπει για σένα σήμερα ναι γι' αυτό τον συμπάθησα γιατί είδα ότι καταλάβαινε και αισθανόταν τί είναι η γυναίκα κι ήξερα πως θα μπορούσα πάντα να τον καταφέρω και του έδωσα όλη την ευχαρίστηση που μπορούσα φέρνοντάς τον στα νερά μου μέχρι που μου ζήτησε να πω ναι και στην αρχή δεν απάντησα μόνο κοίταξα πέρα πάνω από τη θάλασσα και τον ουρανό σκεφτόμουνα τόσα πολλά πράγματα που εκείνος δεν ήξερε για τον

[...]

ULYSSES

PENELOPE/ MOLLY BLOOM

J. Joyce

[...]

Υπάρχει κάτι το νοητόν, το οποίον πρέπει να νοήσεις δια του άνθους του νου σου · διότι εάν στρέψεις τον νού σου προς εκείνο και προσπαθήσεις να το νοήσεις (σαν κάποιο συγκεκριμένο πράγμα), δε θα κατορθώσεις να το αντιληφθής · διότι είναι κάποια δύναμις ανήκουσα εις ακμήν (ξίφους), που λάμπει προς αμφοτέρας τας πλευράς και αστράπτει δια νοερών τομών. Δεν πρέπει λοιπόν, να προσπαθήσεις βιαίως ν' αντιληφθής το νοητόν εκείνον, αλλά δια της λεπτοφυούς φλογός ενός λεπτοφυούς νου η οποία, όλα δύναται να μετρήση, εκτός από εκείνο  το νοητόν · είναι πράγματι ανάγκη να το νοήσης -  κι εάν στρέψης μέσα τον νουν σου προς εκείνο θα το νοήσης -  όχι με εντεταμένην προσπάθειαν αλλά κατευθύνων το αγνόν όμμα (=μάτι) της ψυχής σου, αφού αυτή, αποστραφή από κάθε αισθητόν, ώστε ο κενός νους  (από σκέψεις), να τείνει προς το νοητόν, επειδή τούτο υπάρχει έξω των ορίων της ανθρωπίνης λογικής.

[...]

ΧΑΛΔΑΪΚΑ ΛΟΓΙΑ

μεταφρ.: Ι. Αθηνογένης-Π. Γράβιγγερ

[...]

Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.

Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.

[...]

ΓΚΕΜΜΑ

Δ. Λιαντίνη

Όταν φοβήθηκε

έφτιαξε τις λέξεις

Από τότε αγαπάει

πάντοτε δια μέσου

ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ

Παντελή Μπουκάλα

[...]

Αυθαίρετα βρυχάται η νέα εξουσία

Μαχαίρι στον λαιμό της περηφάνειας

Πνίγουν στα μάγουλα πνίγουν ποτάμια

Πηγές δροσερές των δακρύων μου πνίγουν

Πονώ Προμηθέα

Πονώ και στενάζω

Αυθαίρετα η νέα εξουσία βρυχάται

Η γη στενάζει, η γη θρηνεί

Θρηνεί το μεγαλείο της ανυποταγής σου

[...]

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ  (Μτφρ  Γ. Μπλανά)

Αισχύλος 

Τι είναι ο έρωτας έζησα με τ’ άστρα

κρατώντας το στέρνο μου στα χέρια ξεκαρφωμένο

εγώ έπεφτα όπως ένας κάδος πέφτει σε πολλές σκάλες

χύνοντας το νερό τόσον άτυχο

εγώ έπεφτα

ενώ καίγονταν μέσα μου τα εικοσιτετράωρα.

Να η λαλιά της αγάπης στις σκόνες στα ποδήματα

έχω τη χάρη να γκρεμίζομαι απ’ τα σπλάχνα

και βλέπω, είναι με το μέρος μου ο ίλιγγος.

ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ

bottom of page