Κηροζίνη
Ο ένας καίει λυχναρόλαδο
Ο άλλος καίει κηροζίνη
Οι σκύλοι αλυχτώντας ασχημονούν
Οι άνθρωποι σωπαίνουν.
Κάθε λογής μηχανές ενσωματώνουν τώρα τις κραυγές τους
Μετασχηματίζουν την ανημπόρια τους
Την προσμονή τους
Τα υψωμένα χέρια τους προς τον ουρανό,
Σε λειτουργικότητα
Σε αποτελεσματικότητα
Σε στρες παραγωγικότητας.
Άσκοπη ενέργεια για θορύβους γενικώς.
Με κηροζίνη τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι
Είναι ακόμα εκεί μέσα ανοιχτά
Όχι μόνο τα μάτια
Ανοιχτά στην αναμονή της ματαίωσης
Καταδεκτικά στη ματαιότητα, χύνουν κι ένα δάκρυ
Διεσταλμένα με τους νευρώνες τεντωμένους
Νυχθημερόν
Κι όχι μόνο τα μάτια
Με ταχύτητα φωτός από το Άπαν σύμπαν στο Μηδέν
(ε δεν είναι ταχύτητες αυτές οι παραφυσικές του πάθους, δεν είναι ανθρωπινές)
Και τανάπαλιν.
Αγγίζουν το ψύχος της ψυχής στην ουδετερότητα του αντικειμένου
Του ερωτικού αντικειμένου
Του προσωπικού μου Εσύ
αλλά εσύ όπως ήξερες πάντα: Το μπετόν αρμέ της ετερότητας.
Μιλώ για τον αγώνα, τον πυρετώδη αμανέ που τον περνάτε όλοι.
Ο αλυτρωτισμός αυτός να ημερώνει στο σκυλάδικο.