Κλίμακα φωτός χαμηλά

Η τεθλασμένη Ατραπός δεν μ' έβγαλε
στο δάσος του παραμυθιού
Από τα μυστικά κουφώματα, στους πίδακες,
ρηχά χανόμουνα
μες στα ύδατα μιας μήτρας
τρύπιας
Ούτε που έβλεπα τι ξημερώνει στις γειτονιές των ανθρώπων
Οι Διυλιστές της ασχήμιας του κακού
συγκομίζουν μέλανα ατμό
Η πίκρα, τους κάθεται στον λαιμό
και καταπίνουν αχόρταγα κι άλλο κι άλλο κι άλλο
από τις ζωές που καίγονται εδώ
χαμηλά χαμηλά
να μην βρουν να λουστούν ποτέ πια
στο φως έστω, του λύκου.
Η τεθλασμένη Ατραπός μ' έβγαλε στο παραμυθένιο δάσος
απ' το ξωκκλήσι της κορυφής
του Χριστού των Βράχων
ολόγυρα, αλλού,
παντού γκρεμίδια
Άγιο μου Φως, άγγιξε
εμάς τους ταπεινούς, τους άθλιους, τους μαύρους
φώτισε τις καρδιές μας
τώρα που η μεγάλη πόρνη, η Ύλη
καρβούνιασε για καλά
Φως Αληθινό, τρέμω
να Σε ονοματίσω
τ' απόνερα των πλανερών, μου πνίγουν την ανάσα
Ξέρω, δεν είμαι άξιος
αλλά και πώς να μετανοήσω
αν η Μετάνοια σημάνει τη Μεταστροφή του Κόσμου
να πλύνω τα πόδια Σου
να πέσω να φιλήσω του Νου το νέο Άνθος
Μα Είσαι αλάργα;
Γιατί μόνο οι φωτιές από τον πόλεμό τους
φέγγουν.
*Με κατάνυξη Τ. Παπατσώνη
Comments