Kηροζίνη 2
Η κηροζίνη εσωτερικής καύσης ήταν αναμενόμενο
Να εδραστεί στο κεφάλι αρχικά, σ’ ένα όργανο στενό, συμπυκνωμένο
για τον ζωτικό της χώρο.
Και εφόσον το μυαλό έπαιζε σύστημα διπλό κι ενισχυμένο, τύπου,
«πάλιδεθασεδωθασεδω;θέλεις;δενπάειθαμπορέσουμεθαβγειπούθαβγει;δεθαβγει»,
ήταν σύντομο το διάστημα που ο λογισμός απεφάνθη:
-Δεν καταπίνω την τέχνη της συγκατάβασης.
Κι ό,τι εξόρισε προς τον θώρακα,
(όταν για παράδειγμα, αντίκρισα τ’ αγαπημένα μάτια)
Ήρθε με Ταπεινότητα,
Κι απλώθηκε στο στήθος.
Δε λέω! Διάπυρη αυτή η σφαίρα και πλατιά
η σπλαχνική αισθήματος, η ανελέητη υποφοράς.
Κι εκεί λοιπόν που έκαιγε η λάβρα για τον άλλον,
Έκαψε το παραπέτασμα και απώλεσε την αχλύ.
Έφτανε η Αυτονόμηση του Καιόμενου πια
να φωτίσει στον δρόμο
κάποιους να ζεστάνει
κάποιος να ζεσταθεί.
Χαμηλότερα,
Πόθος και Ίμερος, τα τρομαγμένα νήπια, γουστάρανε παρανάλωμα για χορό της φωτιάς, γουστάρανε πανηγυράκι.
Τα βλέπεις ακόμα να μπουσουλάν γύρω–τριγύρω με τις σαλιάρες τους
Για τ’ αγαπημένα μάτια ενός χέστη.